- καναχηδής
- καναχηδής, -ές (Α) [καναχή]καναχής*.επίρρ...καναχηδά και καναχηδόν(Α)1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» — λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη-δά και καναχη-δόν < καναχή όπως και το επίθ. καναχής*. Ο τ. καναχη-δής πρέπει να παρήχθη με μεταπλασμό τού καναχής κατ' επίδραση τών επίρρ.].
Dictionary of Greek. 2013.